ἱστῇ — ἵστημι make to stand pres subj mp 2nd sg ἵστημι make to stand pres subj act 3rd sg ἱστάω pres subj mp 2nd sg (doric ionic) ἱστάω pres ind mp 2nd sg (doric ionic) ἱστάω pres subj act 3rd sg (doric ionic) ἱστάω pres ind act 3rd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδιστος — ίστη, ο (AM ἥδιστος, ιστη, ον) υπερθ. τού ἡδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. υπερθ. ιστος (πρβλ. βέλτ ιστος, κράτ ιστος)] … Dictionary of Greek
άχιστος — ίστη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθ. τού παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. υπερθ. ιστος (πρβλ. μέγ ιστος)] … Dictionary of Greek
παντάριστος — ίστη, ον, Α ο καλύτερος από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + άριστος] … Dictionary of Greek
πρίγιστος — ίστη, ον, Α (δ. γρφ·) βλ. πρήγιστος … Dictionary of Greek
προφέριστος — ίστη, ον, Α αυτός που τοποθετείται πάνω απ όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] … Dictionary of Greek
ρίγιστος — ίστη, ον, Α (υπερθ. τού ῥῑγος) 1. ο πιο φρικτός, φρικτότατος, φοβερότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τού ῥῖγος (βλ. λ. ῥίγιον)] … Dictionary of Greek
τήλιστος — ίστη, ον, Α πάρα πολύ μακρινός, απώτατος. επίρρ... τήλιστα Α πολύ μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.] … Dictionary of Greek
τρίσχιστος — ίστη, ον, Α 1. σχισμένος στα τρία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρισχίστη (στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά σχιστος] … Dictionary of Greek
τριβέλτιστος — ίστη, ον, Μ πάρα πολύ καλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βέλτιστος, υπερθ. τού ἀγαθός] … Dictionary of Greek